- ψωμοφάγος
- οθηλ. ψωμοφαγού και ψωμοφάγισσα αυτός που τρώει πολύ ψωμί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψωμοφάγος — ο, θηλ. ψωμοφαγού και ψωμοφάγισσα, Ν αυτός που τρώει πολύ ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + φάγος*] … Dictionary of Greek
ψωμάς — ο, θηλ. ψωμάδαινα, Ν 1. αρτοποιός 2. ψωμοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek
ψωμοφαγία — η, Ν η ιδιότητα τού ψωμοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek